Παράλληλα με την εξέλιξη του τυπογραφικού πιεστηρίου, αναπτύχθηκαν και άλλες μέθοδοι εκτύπωσης. Στα τέλη του 14ου αιώνα στην Ευρώπη ήταν διαδεδομένη η τεχνική της ξυλογραφίας. Στα τέλη του 15ου αιώνα εφευρίσκεται η χαλκογραφία. Στα τέλη του 18ου αιώνα εφευρίσκεται η λιθογραφία, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε (Φωτο)λιθογραφία ή offset κυριαρχώντας ως μέθοδος εκτύπωσης για κείμενα, όσο και για εικόνες.
Στα τέλη του 18ου αιώνα εφευρίσκεται μια νέα τεχνική αναπαραγωγής εικόνων, η λιθογραφία, η οποία έμελλε να εξελιχθεί στην κυρίαρχη μέθοδο εκτύπωσης. Η νέα μέθοδος βασίζεται στη χημεία και ονομάζεται και επιπεδοτυπία, ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται να χαραχθούν ή να προεξέχουν τμήματα της εκτυπωτικής επιφάνειας προκειμένου να αποτυπωθούν στο χαρτί, αλλά γίνεται χρήση ενός είδους βαυαρικού, πορώδους ασβεστόλιθου, πάνω στον οποίο χαράσσεται η εικόνα με λιπαρή κιμωλία. Η τεχνική της λιθογραφίας, που από τότε και στο εξής εξελίχθηκε σημαντικά, δίνει τη δυνατότητα να τυπώνονται εικόνες με μεγάλη ακρίβεια, σε μεγαλύτερες από τις επικρατούσες έως τότε διαστάσεις με χαμηλό κόστος. Οι πρακτικές δυσκολίες της τεχνικής όμως, με κυριότερες το βάρος, τη φθορά των λίθων και τη δυσχρησία των πιεστηρίων, οδήγησαν στην επινόηση της κυλινδρικής έμμεσης λιθογραφίας (offset). Από το 1890 ήταν επίσης γνωστή και μια άλλη μέθοδος εκτύπωσης, η φλεξογραφία, ενώ το 1947 κάνει την εμφάνιση της η φωτοστοιχειοθεσία. Η μέθοδος αυτή αντικατέστησε τη μήτρα των στοιχειοθετικών μηχανών από τις διαφανείς, «αρνητικές» εικόνες των προς εκτύπωση χαρακτήρων και το χυτήριο από μία μονάδα φωτογράφισης. Τη δεκαετία του 1970 η μέθοδος αυτή εξελίχθηκε περαιτέρω σε ψηφιακή φωτοστοιχειοθεσία, με την οποία οι μήτρες των στοιχείων αποτελούν πλέον αποθηκευμένη ψηφιακή μορφή αντιγράφου του εκάστοτε στοιχείου που εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή και με το πάτημα ενός κουμπιού αποθηκεύεται ή τυπώνεται σε φωτογραφικό χαρτί ή φιλμ.