Στοιχειοθεσία ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης ενός κειμένου, με τυπογραφικά στοιχεία (γράμματα, αριθμούς, σημεία στίξης, κενά), προκειμένου να διαμορφωθεί μια τυπογραφική φόρμα που θα εκτυπωθεί αποτελώντας μια έντυπη σελίδα.
Από την εφεύρεση της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα έως και τις αρχές του 20ού, ο τρόπος για να στοιχειοθετηθεί ένα κείμενο ήταν η στοιχειοθεσία με το χέρι. Τα τυπογραφικά στοιχεία τοποθετούνταν στο συνθετήριο ένα προς ένα με μια τσιμπίδα, το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν συμπληρώνονταν μια αράδα κειμένου μεταφερόταν στον σελιδοθέτη μέχρι να δημιουργηθεί μια τυπογραφική φόρμα, για να δεθεί και να εκτυπωθεί. Η χειρωνακτική στοιχειοθεσία αποτελούσε μια αργή διαδικασία και απαιτούσε την εργασία πολλών ειδικευμένων ατόμων, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα απόδοσης μεγάλου αριθμού κειμένων.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να καταβάλλονται πολλές προσπάθειες για την μηχανοποίηση της στοιχειοθεσίας. Οι προσπάθειες αυτές διαμόρφωσαν το κατάλληλο έδαφος για την εφεύρεση δύο μεθόδων που σήμαναν το τέλος της εποχής των χειρονακτικών τυπογραφικών πρακτικών. Η πρώτη εφεύρεση ήταν αυτή της Λινοτυπίας, το 1884. Η Λινοτυπία ήταν η πρώτη μέθοδος μηχανικής στοιχειοθεσίας που επέτρεπε την παραγωγή περισσότερων αντιτύπων σε μικρό διάστημα και δεν απαιτούσε την εργασία πολλών ατόμων για να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Τρία χρόνια αργότερα, το 1887, εφευρέθηκε μια ακόμα μέθοδος μηχανικής στοιχειοθεσίας, η Μονοτυπία. Οι δύο εφευρέσεις συνέβαλλαν στη μαζική παραγωγή έντυπου υλικού και οδήγησαν τον κόσμο στις αρχές μιας νέας εποχής, με πυξίδα τον εκσυγχρονισμό και την διευκόλυνση της πρόσβασης στην πληροφορία.