Η εφεύρεση και η εξάπλωση της τυπογραφίας οδήγησε και στη σύλληψη της ιδέας για την κατασκευή της γραφομηχανής (μηχανής γραφείου). Από τις αρχές του 18ου αιώνα σχεδιάζονταν μοντέλα που μιμούνταν τη διαδικασία παραγωγής κειμένου που γινόταν στα τυπογραφεία της εποχής, αλλά η κατασκευή ενός μηχανήματος που λειτουργούσε ολοκληρωμένα, έγινε στα τέλη του 19ού αιώνα. Τότε, στις ΗΠΑ, κατασκευάστηκαν τα πρώτα βιομηχανικά μοντέλα γραφομηχανής μαζικής παραγωγής, από την εταιρεία όπλων και ραπτομηχανών Remington, το 1873 και την Underwood, το 1898. Οι δύο εταιρείες άνοιξαν τον δρόμο και σε άλλες που ακολούθησαν (Oliver, Royal, Smith-Corona) με παραγωγή γραφομηχανών, εκσυγχρονίζοντας διαρκώς την λειτουργία τους λόγω του ανταγωνισμού που δημιουργούσε η ζήτηση του προϊόντος. Το 1909 κυκλοφόρησαν οι πρώτες «φορητές» γραφομηχανές. Μέχρι το 1950 όλες οι μεγάλες εταιρείες είχαν κυκλοφορήσει φορητά μοντέλα γραφομηχανών, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η χρήση της γραφομηχανής στον επαγγελματικό και στον ιδιωτικό τομέα. Η ηλεκτρική γραφομηχανή είχε εφευρεθεί από τον Thomas Edison ήδη από τo 1872 αλλά δεν κυκλοφόρησε στην αγορά πριν το 1920. Τότε κυκλοφόρησαν, χωρίς απήχηση, οι πρώτες ογκώδεις και θορυβώδεις ηλεκτρικές γραφομηχανές. Το 1935, κυκλοφόρησε, από την εταιρεία International Business Machines Corporation, η IBM Electric Typewriter η πρώτη εμπορικά επιτυχημένη ηλεκτρική γραφομηχανή στις ΗΠΑ.
Ο 20ος αιώνας θεωρείται η «χρυσή εποχή» της γραφομηχανής αφού τότε η χρήση της διαδόθηκε ευρύτατα σε όλο τον κόσμο. Η δύναμη που είχε αποκτήσει γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι συχνά χρησιμοποιήθηκε και στον κινηματογράφο της εποχής (ξένο και ελληνικό) μιας και συνιστούσε απαραίτητο στοιχείο της καθημερινότητας πολλών ανθρώπων στον εργασιακό και προσωπικό τους χώρο. Σε αντίθεση με πολλές χώρες που κατασκεύαζαν δικές τις δικές τους γραφομηχανές, η Ελλάδα δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει το ίδιο, καταφεύγοντας εκ των πραγμάτων στην εισαγωγή γραφομηχανών από το εξωτερικό με λατινικό ή ελληνικό πληκτρολόγιο. Στα τέλη του 20ου αιώνα η γραφομηχανή άρχισε να αντικαθίσταται σταδιακά αλλά σταθερά από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή.